εκατοντούτης


εκατοντούτης
Προφορά

Ετυμολογία
εκατοντούτης μεταγενέστερη ελληνική ἑκατοντούτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εκατοντούτης

✦ θηλ. εκατοντούτις, -ιδος ο ηλικίας εκατό ετών, εκατοντάχρονος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.