εκατομμυριοστός


εκατομμυριοστός
Προφορά

Ετυμολογία
εκατομμυριοστός εκατομμύριο

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκατομμυριοστός -ή, -ό

✦ αυτός που κατέχει σε μια σειρά ή τάξη τον αριθμό ένα εκατομμύριο
✦ ουδ. εκατομμυριοστό ως ουσ., καθένα από τα ίσα μέρη μονάδας ή ποσότητας που έχει διαιρεθεί σε ένα εκατομμύριο μέρη
(μτφ. ) ελάχιστη ποσότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.