εκ
Προφορά
Ετυμολογία
εκ αρχαία ελληνική ἐκ
Ερμηνεία
εκ
✦ κ. (πριν από φωνήεν) εξ πρόθ. συντάσσεται με γενική· ισοδυναμεί με την από + αιτιατική και δηλώνει: την κίνηση από τόπο ή την προέλευση: ανεχώρησε εξ Αθηνών – ο εκ Θράκης βουλευτής – ανέστη εκ νεκρών
✦ χρονική αρχή, αφετηρία: εξ αμνημονεύτων χρόνων
✦ καταγωγή: εκ καλής οικογενείας καταγόμενος – ο κόσμος επλάσθη εκ του μηδενός
✦ την ύλη ή τα μέρη από τα οποία αποτελείται κάτι: στέφανος εξ ακανθών
✦ αιτία: η εκ της ασθενείας του αδυναμία
✦ μεταβολή από μια κατάσταση σε άλλη: εκ του ύπνου
✦ και σε πολλές επιρρηματικές φρ.: εκ δεξιών, εξ αριστερών – εκ του πλησίον, εκ του σύνεγγυς, εκ του συστάδην – εξ όψεως, εξ ακοής – εκ του εμφανούς (φανερά, εμφανώς), εκ του αφανούς (αφανώς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–