εισχωρώ


εισχωρώ
Προφορά

Ετυμολογία
εισχωρώ μεταγενέστερη ελληνική εἰσχωρῶ

Ερμηνεία
ρήμα εισχωρώ -είς, -εί

✦ εισέρχομαι, μπαίνω
✦ (ειδ.) μπαίνω κάπου κρυφά ή βίαια: ο εχθρός δεν πέτυχε να εισχωρήσει σε βάθος
(μτφ. ) διαδέχομαι: εισχώρησαν ξένες συνήθειες

Συνώνυμα
εισδύω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.