εισφοροδιαφεύγω
Προφορά
Ετυμολογία
εισφοροδιαφεύγω εισφορά + διαφεύγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εισφοροδιαφεύγω
✦ αποφεύγω να καταβάλλω στους ασφαλιστικούς οργανισμούς τις εισφορές που έχω παρακρατήσει από εργαζόμενους και αυτές που ως εργοδότης οφείλω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–