εισρόφηση


εισρόφηση
Προφορά

Ετυμολογία
εισρόφηση εισροφώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εισρόφηση

(ιατρ.) η εισχώρηση ξένων ουσιών, υγρών ή στερεών στις αναπνευστικές οδούς με την εισπνοή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.