εισρόφηση Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply εισρόφησηΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/εισρόφηση.mp3Ετυμολογίαεισρόφηση εισροφώ Ερμηνείαουσιαστικό└θηλυκό┘ η εισρόφηση ✦ (ιατρ.) η εισχώρηση ξένων ουσιών, υγρών ή στερεών στις αναπνευστικές οδούς με την εισπνοή Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–