εισρέω
Προφορά
Ετυμολογία
εισρέω αρχαία ελληνική εἰσρέω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εισρέω
✦ ρέω, χύνομαι μέσα
✦ (μτφ. ) εισέρχομαι σε αφθονία (ιδ. για χρήματα ή αξίες): με τους τουρίστες, εισρέει πολύ συνάλλαγμα στη χώρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εκρέω, εκχύνομαι
Επιρρήματα
–