εισπράττω
Προφορά
Ετυμολογία
εισπράττω αρχαία ελληνική εἰσπράττω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εισπράττω
✦ παίρνω, συγκεντρώνω χρήματα που μου οφείλονται
✦ (κ. μτφ.) δέχομαι: για τους τόσους κόπους του δεν εισέπραξε ούτε ένα ευχαριστώ – οι ηθοποιοί εισέπραξαν άφθονα τα χειροκροτήματα του κοινού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
καταβάλλω
Επιρρήματα
–