ειρηνοδίκης


ειρηνοδίκης
Προφορά

Ετυμολογία
ειρηνοδίκης μεταγενέστερη ελληνική εἰρηνοδίκης

Ερμηνεία
ειρηνοδίκης

✦ ουσ. ο κατώτερος δικαστής, που δικάζει τις μικρότερες διαφορές, προϊστάμενος ειρηνοδικείου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.