ειρηνεύω


ειρηνεύω
Προφορά

Ετυμολογία
ειρηνεύω αρχαία ελληνική εἰρηνεύω

Ερμηνεία
ρήμα ειρηνεύω

✦ συμφιλιώνω, φέρνω σε συνδιαλλαγή πολέμιους: του κάκου προσπάθησαν να τους ειρηνέψουν οι γείτονες
✦ (αμτβ.) συνομολογώ ειρήνη, παύω να βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση: ειρηνέψανε, αφού πρώτα αδικοχάθηκε τόσος κόσμος
✦ γαληνεύω, ηρεμώ: δεν εννοεί να ειρηνέψει αυτό το παιδί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.