ειρηνευτής


ειρηνευτής
Προφορά

Ετυμολογία
ειρηνευτής ειρηνεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ειρηνευτής

✦ συμφιλιωτής, που επαναφέρει την ειρήνη ανάμεσα σε πολέμιους

Συνώνυμα
ειρηνοποιός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.