ειμαρμένη


ειμαρμένη
Προφορά

Ετυμολογία
ειμαρμένη αρχαία ελληνική εἱμαρμένη, └θηλ┘ της μτχ. εἱμαρμένος, του εἵμαρται, πρκμ. του αρχαίου ελληνικού μείρομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ειμαρμένη

✦ η μοίρα, το γραφτό: στη σκιά της τραγικής ειμαρμένης που είχε αδράξει τις υπάρξεις τους (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα
πεπρωμένο
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.