ειλικρίνεια


ειλικρίνεια
Προφορά

Ετυμολογία
ειλικρίνεια αρχαία ελληνική εἰλικρίνεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ειλικρίνεια

✦ η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του απροσποίητου, του ειλικρινούς

Συνώνυμα
ευθύτητα, φιλαλήθεια
Αντίθετα
ανειλικρίνεια, προσποίηση, υποκρισία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.