ειλητός


ειλητός
Προφορά

Ετυμολογία
ειλητός αρχαία ελληνική εἰλητός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ειλητός -ή, -ό

✦ περιτυλιγμένος: ειλητός επίδεσμος
✦ ουδ. ειλητό(ν) ως ουσ., (εκκλησ.) το ύφασμα που απλώνεται στην Αγία Τράπεζα κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.