ειλητάριο


ειλητάριο
Προφορά

Ετυμολογία
ειλητάριο μεταγενέστερη ελληνική εἰλητάριον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ειλητάριο

✦ περιτύλιγμα, δέμα
✦ (εκκλ.) μακρόστενη λωρίδα περγαμηνής, στις δύο όψεις της οποίας γραφόταν η Θεία Λειτουργία· ετυλίγετο σε κοντό κυλινδρικό ξύλο και γι’ αυτό ονομαζόταν και κοντάκιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.