εικονολήπτρια
Προφορά
Ετυμολογία
εικονολήπτρια εικών + λαμβάνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εικονολήπτρια
✦ θηλ. εικονολήπτρια (αρσεν.) φορητή ηλεκτρονική συσκευή, μέρος του πομπού τηλεοράσεως που χρησιμεύει για τη λήψη των εικόνων με μετατροπή των φωτεινών ειδώλων σε ηλεκτρικά ρεύματα (διεθν. camera)
✦ τεχνικός που χειρίζεται τη συσκευή αυτή (διεθν. cameraman)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–