εικονοκλάστης


εικονοκλάστης
Προφορά

Ετυμολογία
εικονοκλάστης εικών + αρχαία ελληνική κλάω (= τσακίζω)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εικονοκλάστης

✦ ο αντίθετος προς τη λατρεία των αγίων εικόνων

Συνώνυμα
εικονομάχος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.