εικονογράφος


εικονογράφος
Προφορά

Ετυμολογία
εικονογράφος αρχαία ελληνική εἰκονογράφος

Ερμηνεία
εικονογράφος

✦ ουσ. ο διακοσμητής βιβλίου ή κτιρίου με εικόνες
✦ ζωγράφος αγίων εικόνων, αγιογράφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.