εικονιστικός


εικονιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
εικονιστικός εικονιστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ εικονιστικός -ή, -ό

✦ ο του εικονισμού, ο εκφραζόμενος με απεικόνιση: εικονιστική τέχνη

Συνώνυμα
παραστατικός, εικονικός
Αντίθετα
ανεικονικός, αφηρημένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.