εθνικισμός
Προφορά
Ετυμολογία
εθνικισμός εθνικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εθνικισμός
✦ η σε μεγάλο βαθμό προσήλωση στο έθνος και στα εθνικά ιδανικά που συνοδεύεται, μερικές φορές, από ξενοφοβία και επιθυμία απομόνωσης
✦ εθνική συνείδηση που χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι το έθνος υπερέχει από τα άλλα και οφείλει να προβάλει με έμφαση τον πολιτισμό και τα συμφέροντά του εις βάρος άλλων εθνών
✦ κίνηση για πολιτική ανεξαρτησία υπόδουλης εθνότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–