εθισμός


εθισμός
Προφορά

Ετυμολογία
εθισμός αρχαία ελληνική ἐθισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εθισμός

✦ η απόκτηση συνήθειας
✦ (ειδ.) η έλλειψη αντιδράσεως του οργανισμού σε ορισμένες ουσίες, οφειλόμενη στη συχνή χρήση: δεν τον πιάνουν τα χάπια επειδή δημιουργήθηκε εθισμός
✦ κατάσταση κατά την οποία είναι αδύνατο κάποιος να σταματήσει να παίρνει ναρκωτικά ή διεγερτικές ουσίες: εθισμός στην ηρωίνη – στο αλκοόλ κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.