εθελότυφλος
Προφορά
Ετυμολογία
εθελότυφλος εθέλω + τυφλός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εθελότυφλος -η, -ο
✦ ο εθελοτυφλών, αυτός που δεν θέλει να δει, να παραδεχθεί κάτι φανερό: μονάχα εθελότυφλοι μπορούν να ισχυρισθούν πως η τωρινή λαϊκή οργή είναι «τεχνητή» (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–