εθελόντρια
Προφορά
Ετυμολογία
εθελόντρια αρχαία ελληνική ἐθελοντής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εθελόντρια
✦ θηλ. εθελόντρια ο θεληματικά προσφερόμενος να κάνει κάτι: εθελόντρια νοσοκόμα
✦ (ειδ.) ο στρατευόμενος με τη θέλησή του, χωρίς να υπέχει υποχρέωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–