εθελοκωφεύω
Προφορά
Ετυμολογία
εθελοκωφεύω εθέλω + κωφεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εθελοκωφεύω
✦ παριστάνω τον κουφό, δεν θέλω να ακούσω, να παραδεχτώ κάτι: τα γράφουν καθημερινά οι εφημερίδες, τα λένε τα ραδιόφωνα αλλά οι πολιτικοί μας εθελοκωφεύουν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–