εθίζω


εθίζω
Προφορά

Ετυμολογία
εθίζω αρχαία ελληνική ἐθίζω

Ερμηνεία
ρήμα εθίζω

✦ συνηθίζω κάποιον σε κάτι
✦ εθίζομαι, συνηθίζω σε κάτι, ώστε να μη με επηρεάζει (ευεργετικά ή βλαπτικά)
✦ αποκτώ εθισμό (βλ. λ.) σε ναρκωτικές ή διεγερτικές ουσίες
✦ (το γ΄ πρόσ. του παθητ. πρκμ.) είθισται, υπάρχει συνήθεια, συνηθίζεται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.