εγωίστρια
Προφορά
Ετυμολογία
εγωίστρια └γαλλ┘ égoiste
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εγωίστρια
✦ ο χαρακτηριζόμενος από εγωισμό, ο αδιάφορος για τους άλλους και ενδιαφερόμενος μόνο για τον εαυτό του: οι εγωιστές… θέτουν σαν επίκεντρο του σύμπαντος τον εαυτό τους και απασχολούνται διαρκώς μ’ αυτόν (Β. Μοσκόβης)
✦ περήφανος, αλαζόνας
Συνώνυμα
φίλαυτος
Αντίθετα
φιλάλληλος, αλτρουϊστής
Επιρρήματα
–