εγκλεισμός


εγκλεισμός
Προφορά

Ετυμολογία
εγκλεισμός αρχαία ελληνική ἐγκλεισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εγκλεισμός

✦ περιορισμός σε κλειστό χώρο
✦ φυλάκιση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.