εγκιβωτίζω
Προφορά
Ετυμολογία
εγκιβωτίζω εν + κιβώτιο + κατάλ. -ίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εγκιβωτίζω
✦ τοποθετώ και κλείνω κάτι μέσα σε κιβώτιο
✦ (μτφ. ) περιορίζω, περιχαρακώνω: η χριστιανική αγάπη για να γίνει εκκλησία έπρεπε να εγκιβωτισθεί μέσα σε δόγμα (Κ. Τσάτσος)
✦ (τεχν.) κατασκευάζω στεγανό περίφραγμα για να απομονώσω κάποιο χώρο από το νερό, ιδ. για θεμελίωση έργου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–