εγκεκριμένος


εγκεκριμένος
Προφορά

Ετυμολογία
εγκεκριμένος μτχ. παθ. πρκμ. του εγκρίνω

Ερμηνεία
εγκεκριμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) έγκυρος, επικυρωμένος: εγκεκριμένα από το υπουργείο βιβλία – εγκεκριμένα κονδύλια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.