εγκαυστική


εγκαυστική
Προφορά

Ετυμολογία
εγκαυστική └θηλ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. ἐγκαυστικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εγκαυστική

✦ ζωγραφική με χρώματα διαλυμένα σε κερί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.