εγκαταβίωση


εγκαταβίωση
Προφορά

Ετυμολογία
εγκαταβίωση εγκαταβιώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εγκαταβίωση

✦ η διαβίωση σε περιορισμένο χώρο, ιδ. σε μοναστήρι, σκήτη κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.