εγκαρτέρηση


εγκαρτέρηση
Προφορά

Ετυμολογία
εγκαρτέρηση ρ. εγκαρτερώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εγκαρτέρηση

✦ καρτερική υπομονή

Συνώνυμα
στωικότητα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.