εγκαρδιώνω
Προφορά
Ετυμολογία
εγκαρδιώνω εγκάρδιος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εγκαρδιώνω
✦ δίνω θάρρος, εμπνέω αυτοπεποίθηση: εγκαρδιώνει τους γέρους και κουρασμένους συντρόφους του (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
εμψυχώνω
Αντίθετα
αποκαρδιώνω, αποθαρρύνω
Επιρρήματα
–