εγκαλώ
Προφορά
Ετυμολογία
εγκαλώ αρχαία ελληνική ἐγκαλῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εγκαλώ -είς, -εί
✦ κάνω μήνυση εναντίον κάποιου, καταγγέλλω
✦ διατυπώνω κατηγορία, κατηγορώ: η κυβέρνηση εγκαλείται για την αδράνεια που επέδειξε στην αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–