εγκαινιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
εγκαινιάζω μεταγενέστερη ελληνική ἐγκαινιάζομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εγκαινιάζω
✦ τελώ εγκαίνια
✦ (μτφ. ) θέτω σε λειτουργία ή σε εφαρμογή για πρώτη φορά
✦ σημαίνω την απαρχή: η συμφωνία εγκαινιάζει νέα φάση στις διαβαλκανικές σχέσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–