εγκάρδιος


εγκάρδιος
Προφορά

Ετυμολογία
εγκάρδιος αρχαία ελληνική ἐγκάρδιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ εγκάρδιος -ια, -ιο

✦ ο από καρδιάς, θερμός, ειλικρινής: εγκάρδιος χαιρετισμός
✦ (κ. για πρόσ.) διαχυτικός, εκδηλωτικός

Συνώνυμα
-ια, -ιο επίθ. (Κ -ος κ. -ία, -ιον) ο από καρδιάς, θερμός, ειλικρινής: εγκάρδιος χαιρετισμός | (κ. για πρόσ.) διαχυτικός, εκδηλωτικός
Αντίθετα
βλοσυρός, κουμπωμένος
Επιρρήματα
εγκάρδια (Κ εγκαρδίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.