εγερσιμότητα


εγερσιμότητα
Προφορά

Ετυμολογία
εγερσιμότητα μεσαιωνική ελληνική ἐγέρσιμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εγερσιμότητα

✦ (φυσιολ.) η δυνατότητα αντίδρασης στους εξωτερικούς ερεθισμούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.