εγγραφέας


εγγραφέας
Προφορά

Ετυμολογία
εγγραφέας εγγράφω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εγγραφέας

✦ όργανο που επιτρέπει τη συνεχή ή κατά διαστήματα καταγραφή της πορείας ενός φυσικού μεγέθους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.