εγίρα
Προφορά
Ετυμολογία
εγίρα λ. └αραβ┘, που σημαίνει μετανάστευση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εγίρα
✦ η φυγή του Μωάμεθ από τη Μέκα και η εγκατάστασή του στη Μεδίνα το 622 μ.Χ., από όπου αρχίζει και το μουσουλμανικό ημερολόγιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–