εβραίος


εβραίος
Προφορά

Ετυμολογία
εβραίος μεταγενέστερη ελληνική Ἑβραῖος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εβραίος

✦ θηλ. εβραία Ισραηλίτης, Ιουδαίος
(μτφ. ) άνθρωπος φιλάργυρος, τσιγκούνης, συμφεροντολόγος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.