εβονίτης
Προφορά
Ετυμολογία
εβονίτης └γαλλ┘ ébonite
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εβονίτης
✦ πλαστική ύλη που παρασκευάζεται με κατεργασία του καουτσούκ με θείο και χρησιμοποιείται στην κατασκευή μονωτικών υλικών για ηλεκτρικές συσκευές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–