είλωτας


είλωτας
Προφορά

Ετυμολογία
είλωτας αρχαία ελληνική εἵλως

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο είλωτας

✦ δούλος στην αρχαία Σπάρτη
(μτφ. ) ο υποχρεωμένος να μοχθεί σαν δούλος, χωρίς να χαίρεται τα αγαθά των κόπων του

Συνώνυμα
σκλάβος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.