δώμα
Προφορά
Ετυμολογία
δώμα αρχαία ελληνική δῶμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δώμα
✦ η επάνω ελεύθερη επιφάνεια της επίπεδης στέγης κτιρίου, ταράτσα: στο δώμα, επάνω, στο βουνόν, έτοιμος είναι ο δείπνος (Άγγ. Σικελιανός)
✦ δωμάτιο, διαμέρισμα σπιτιού: μέσα στης βασίλισσας το δώμα πάντα καλόδεχτος (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–