δύσλυτος


δύσλυτος
Προφορά

Ετυμολογία
δύσλυτος αρχαία ελληνική δύσλυτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δύσλυτος -η, -ο

✦ που δύσκολα λύνεται ή για τον οποίο δύσκολα βρίσκεται λύση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.