δότρια
Προφορά
Ετυμολογία
δότρια μεταγενέστερη ελληνική δότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δότρια
✦ θηλ. δότρια αυτός που δίνει, που παρέχει κάτι
✦ δότης αίματος, αιμοδότης (βλ. λ.)
✦ (ειδ.) αυτός από τον οποίο λαμβάνεται όργανο για να μεταμοσχευθεί σε κάποιον άλλον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
λήπτης
Επιρρήματα
–