δόντι
Προφορά
Ετυμολογία
δόντι μεσαιωνική ελληνική δόντι(ο)ν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δόντι
✦ καθένα από τα μικρά οστά που βρίσκονται σε κάθε σιαγόνα και με τα οποία γίνεται η μάσηση των τροφών
✦ κάθε προεξοχή παρόμοιου σχήματος, οδόντωμα
✦ φρ. έξω απ’ τα δόντια, απερίφραστα
✦ τρίζω τα δόντια, φοβερίζω
✦ με την ψυχή στα δόντια, τελείως εξαντλημένος
✦ έχει δόντι, έχει μέσον ασκήσεως πολιτικής επιρροής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–