δόλωμα
Προφορά
Ετυμολογία
δόλωμα αρχαία ελληνική δόλωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δόλωμα
✦ μικρό κομμάτι τροφής σε αγκίστρι ή σε παγίδα για την προσέλκυση αλιευμάτων ή θηραμάτων
✦ (μτφ. ) ελκυστικό μέσο για εξαπάτηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–