δόκιμος


δόκιμος
Προφορά

Ετυμολογία
δόκιμος αρχαία ελληνική δόκιμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δόκιμος -η, -ο

✦ ο δοκιμασμένος, που κρίθηκε ικανός έπειτα από δοκιμή
✦ (για συγγραφείς) ο κλασικός, ο αναγνωρισμένος, ο υποδειγματικός ως προς το ύφος
✦ (για λέξεις, γραμματικούς τύπους κτλ.) ο καθιερωμένος από την κοινή χρήση ή από τους κλασικούς συγγραφείς
✦ ως ουσ., ο μαθητευόμενος
✦ (στρατ.) έφεδρος που φοιτά σε στρατιωτική σχολή για να γίνει αξιωματικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
αδόκιμος
Επιρρήματα
δόκιμα (Κ δοκίμως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.