δωσίλογος


δωσίλογος
Προφορά

Ετυμολογία
δωσίλογος δώσω + λόγος, κατά το αρχαία ελληνική δωσίδικος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δωσίλογος

✦ ο υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για τις πράξεις του, υπεύθυνος, υπόλογος
✦ αυτός που συνεργάστηκε με τα στρατεύματα κατοχής κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.