δωσίδικος


δωσίδικος
Προφορά

Ετυμολογία
δωσίδικος αρχαία ελληνική δωσίδικος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δωσίδικος -η, -ο

✦ αυτός που υπόκειται σε ενέργεια της δικαιοσύνης, ο υπόχρεος να δικαστεί για κάτι, υπόλογος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.